- προςπτήσσω
- προς - πτήσσω, ποτιπτήσσω, perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.